Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ταπεινὸν ς

См. также в других словарях:

  • ταπεινόν — ταπεινός low masc acc sg ταπεινός low neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • низъкыи — (14) пр. 1.Малый по высоте, невысокий, низкий: въ нѣкѹю хызинѹ низъкѹ и тьмьнѹ затворенъ бывъ. пребываше (κατώτατоν) ЖФСт ХII, 138; Кандаки же... ѹвѣдѣвъши, ˫ако низокъ ѥсть, имѣ˫а зѹбы великы и възороченъ (χϑαμαλός ἐστιν) ГА ХIII–XIV, 30а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • GYMNOPODIA — Gr. Πυμνοπόδια, apud Polluc. l. 7. c. 22. inter calceorum muliebrium specie, quae pedem ostenderent. Cuiusmodi calceis Graecas mulieres delectatas olim, notum. Certe principes Graecarum formâ Thebanas mulieres, ore tecto, pedibus per calceos pene …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επισφελίτης — ἐπισφελίτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» …   Dictionary of Greek

  • εφεδές — ἐφεδές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπεδον, ταπεινόν, χαμαί» …   Dictionary of Greek

  • νήρις — Κωμόπολη της αρχαίας Κυνουρίας, που αναφέρεται από τον Παυσανία (II, 38,6). Η θέση της φαίνεται να ήταν κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου σώζονται ερείπια από αρχαία τείχη. * * * (I) νήρις, ιος, ἡ (Α) το φυτό νάρδος. (II) νήρις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ …   Dictionary of Greek

  • νηρόν — νηρόν, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՆՄԱՆ — (ի, իւ կամ աւ, ից.) NBH 1 0211 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ἁνόμοιος dissimilis, absimilis, dispar Որ չէ նման այլում. այլազան. տարբեր. զանազանեալ տեսլեամբ կամ որակաւ. ... *Աննման են այլոց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»